ψηλοκρεμαστά

ψηλοκρεμαστά
επίρρ. навесно;

τοΰριξα το τόπι ψηλοκρεμαστά — спорт. я ему подал навесной мяч


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "ψηλοκρεμαστά" в других словарях:

  • ψηλοκρεμαστά — επίρρ. τροπ., στις ρίψεις, κατά τέτοιο τρόπο ώστε να πέσει ό,τι ρίχνεται από ψηλά και κατακόρυφα: Πέταξε την πέτρα ψηλοκρεμαστά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ψηλοκρεμαστός — ή, ό και ψηλοκρέμαστος, η, ο, Ν 1. αυτός που κρέμεται από ψηλά 2. (για πρόσ.) ειρων. ψηλός και άκομψος, άχαρος 3. (για βολή) αυτός που ρίχνεται ψηλά για να πετύχει τον στόχο («ψηλοκρεμαστή μπαλιά»). επίρρ... ψηλοκρεμαστά Ν με τρόπο ώστε να πέσει… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»